- μεταγωγικός
- -ή, -όκατάλληλος για μεταγωγή: Μεταγωγικό σώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταγωγικός — ή, ό (Μ μεταγωγικός, ή, όν) [μεταγωγή] ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικός («μεταγωγικό σώμα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό μεταφορικό μέσο, κυρίως τού στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για … Dictionary of Greek
μεταγωγικό — το βλ. μεταγωγικός … Dictionary of Greek